Στο Λος Άντζελες του 1969, όπου όλα αλλάζουν, ένας διάσημος τηλεοπτικός αστέρας και ο
επί χρόνια κινηματογραφικός του «παρτενέρ», που εκτελεί χρέη κασκαντέρ, βρίσκονται σε μια
βιομηχανία που δεν μπορούν πλέον να αναγνωρίσουν.
Βασικός ήρωας, ο ανασφαλής Ρικ Ντάλτον (Di Caprio), που σέρνεται σε ρολάκια κακών που ατιμώνουν τη δοξασμένη περίοδο της ακμής, όταν έσκιζε στο σίριαλ Bounty Law, από το 1957 ως το 1963. Όσο κι αν δίνει ότι καλύτερο έχει στον περιορισμένο ρόλο του, το αλκοόλ που ξεκουράζει προσωρινά το στρες, του θολώνει τη μνήμη του και πυροδοτεί ακόμη περισσότερο το τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Ο Ντάλτον μένει σε μια χαρακτηριστική κατοικία του Λος Άντζελες, στους λόφους του Χόλιγουντ, μια ανάσα από το μεγαλύτερο σπίτι του γείτονα Ρόμαν Πολάνσκι και της νέας συζύγου του, της Σάρον Τέϊτ, στη Cielo Drive. Όταν το πιο καυτό ζευγάρι του Χόλιγουντ προσπερνάει με το αυτοκίνητο, Ντάλτον τους κοιτάζει με παιδιάστικη ζήλεια: πόσο θα ήθελε να προβιβαστεί στη μεγάλη οθόνη. Το προσπάθησε αλλά απέτυχε και αισθάνεται πως με μια επίσκεψη, ένα πάρτι, ένα τσακ, και θα ανακάμψει, ως εκ θαύματος.
Ο ατζέντης του (Al Pacino) τον συμβουλεύει, να δοκιμαστεί στα γουέστερν δεύτερης διαλογής της Τσινετσιτά, για να ξανακερδίσει το εκτόπισμα του σταρ, του θετικού, winner ήρωα, μπας και σώσει την τσακισμένη καριέρα του. Συμφωνώντας μετά από πολλές αντιρρήσεις, παίζει σε 4 ταινίες στην Ιταλία, ανάμεσα σε αυτές και σε μια του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Επιστρέφοντας έχει παντρευτεί μια σέξι Ιταλιάνα και ανακοινώνει στον πιστό ντουμπλέρ του, τον Κλιφ Μπουθ, πως πρέπει να τον αφήσει ελεύθερο μετά από στενή συνεργασία ετών, γιατί δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά.
Ο Μπουθ (Brand Pitt) είναι ένας laid back, έμπειρος και ικανός άνθρωπος της συνήθειας, με ένσημα στα τηλεοπτικά πλατό, αν και με κηλιδωμένη υπόληψη, καθώς τον κυνηγά η φήμη πως δολοφόνησε τη σύζυγό του. Eκτελεί αγόγγυστα αγγαρείες για το αφεντικό του (πάνω απο αδερφός,κάτω απο σύζυγος) και κάπου εκεί συναντά μια πολύ σέξι, μάλλον ανήλικη χίπισσα στα πηγαινέλα από το στούντιο στο σπίτι. Μετά από δύο χαμογελαστές ανταλλαγές βλεμμάτων, την προσκαλεί στο αμάξι και μαζί πηγαίνουν στο αυτοσχέδιο κοινόβιο των φίλων της, που κάποτε ήταν πλατό για τηλεοπτικά γουέστερν. Η συμμορία του Τσαρλς Μάνσον έχει κάνει κατάληψη και ζει το όνειρο κάθε χίππη με ελεύθερο σεξ, ναρκωτικά, απλυσιά και μίσος προς αυτούς που τους μεγάλωσαν με πόλεμο, όπλα και βία.
Ο Tarantino δεν είναι απλώς ένας σκηνοθέτης, πάντα μέσα του είναι το παιδί που δούλευε σε βίντεο κλαμπ με λατρεία για τον κινηματογράφο και η δέκατη ταινία του είναι ένα γράμμα λατρείας προς την τέχνη που αγάπησε και υπηρέτησε. Το «Κάποτε στο…Χόλιγουντ» απευθύνεται περισσότερο στους αμετανόητους λάτρεις της έβδομης τέχνης και λιγότερο στους σκληροπυρηνικούς φανς του σκηνοθέτη που ίσως δεν τους αρέσει η απουσία της γραφικής βίας και του αίματος που έχουν συνηθίσει. Κατά τα άλλα πρόκειται για μια από τις πιο χαμηλότονες και αργές ταινίες που έχει κάνει και αυτό διότι προσπαθεί να αναδημιουργήσει με εμμονική έμφαση στην λεπτομέρεια την εποχή, το 1969, ένα χρόνο μετά τον Μάη του 1968, τις δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και του Ρόμπερτ Κένεντι, η χρονιά της προσελήνωσης, του Woodstock, των χίπις και της αντίδρασης της νεολαίας στον πόλεμο του Βιετνάμ. Μεγάλη σε διάρκεια, πλατειάζει μερικές φορές αλλά το κάδρο σε ξεκουράζει, αυτό που βλέπεις στην οθόνη σου είναι κάτι όμορφο και έτσι συγχωρείται.
Μεγάλη διάρκεια, πραγματικά ιστορικά γεγονότα και χαρακτήρες, πολύ δυνατό καστ ηθοποιών και εξίσου δυνατός και καταξιωμένος σκηνοθέτης είναι τα κοινά στοιχεία του "Κάποτε στο Χόλυγουντ" με τον "Ιρλανδό" του Scorseze που κατέβηκαν στα Όσκαρ του 2020. Όμως η δοκιμασμένη συνταγή δεν σημαίνει και επιτυχία. Ίσως όντως το Χόλυγουντ να αρχίζει να αλλάζει πάλι..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου